τηλεκινητικός

τηλεκινητικός
-ή, -ό, Ν
(παραψυχολ.) αυτός που έχει σχέση με την τηλεκινησία («τηλεκινητικά φαινόμενα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)-* + κινητικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τηλεκινητικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την τηλεκινησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”